ΑΡΘΡΟ 22

Άρθρο 22
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Σύνθεση και αρμοδιότητες

Τα Πειθαρχικά Συμβούλια εκτός των αρμοδιοτήτων που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις των επιμέρους άρθρων του παρόντος Κανονισμού, εκδικάζουν τις πειθαρχικές υποθέσεις του προσωπικού, σύμφωνα με τη σύνθεση και τις διαδικασίες που προβλέπεται στις επόμενες παραγράφους.
1. Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΠΠΣ)
Απαρτίζεται από δύο εκπροσώπους της Τράπεζας, εκ των οποίων ο ένας θα είναι ο πρόεδρος του ΠΠΣ, και έναν εκπρόσωπο της αντιπροσωπευτικότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό των πειθαρχικών παραπτωμάτων εργαζομένων. Καθήκοντα εισηγητή ασκεί ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού.
2. Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΔΠΣ)
Απαρτίζεται από δύο εκπροσώπους της Τράπεζας εκ των οποίων ο ένας θα είναι ο πρόεδρος του ΔΠΣ, και έναν εκπρόσωπο της αντιπροσωπευτικότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Το ΔΠΣ εκδικάζει σε δεύτερο βαθμό τις προσφυγές κατά αποφάσεων του ΠΠΣ. Καθήκοντα εισηγητή ασκεί ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού.
3. Επανεκδίκαση υπόθεσης
Όποιος κρίθηκε τελεσίδικα, μπορεί να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας στο Πειθαρχικό Συμβούλιο που εξέδωσε την τελεσίδικη απόφαση, αν προκύψουν νέα στοιχεία που ήταν άγνωστα σε αυτούς που έκριναν την υπόθεση, εφόσον αποδεικνύεται ότι η γνώση των στοιχείων αυτών από το Πειθαρχικό Συμβούλιο οδηγεί στην αθώωση ή ότι κρίθηκε για παράβαση βαρύτερη από εκείνη που διέπραξε.
4. Συγκρότηση και θητεία Πειθαρχικών Συμβουλίων
Απαρτία – λήψη αποφάσεων
Οι εκπρόσωποι της Τράπεζας στα ΠΣ και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Επικεφαλής της Τράπεζας, ενώ οι αντίστοιχοι εκπρόσωποι της αντιπροσωπευτικότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης και οι αναπληρωτές τους ορίζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το Καταστατικό της οργάνωσης αυτής. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια συγκροτούνται το μήνα Ιανουάριο για ετήσια θητεία και ολοκληρώνουν τις υποθέσεις που έχουν αρχίσει να εξετάζουν, ανεξαρτήτως του χρόνου συγκρότησης των νέων ΠΣ. Με την ίδια απόφαση του Επικεφαλής της Τράπεζας ορίζεται ο Γραμματέας κάθε Συμβουλίου μαζί με τον αναπληρωτή του.
Τα Πειθαρχικά Συμβούλια βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα δύο από τα τρία μέλη τους, εφόσον όλα τα μέλη έχουν αποδεδειγμένα κληθεί. Οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων λαμβάνονται κατά πλειοψηφία.
Στα Πειθαρχικά Συμβούλια δεν μπορούν να μετέχουν ως μέλη αυτοί που με οποιοδήποτε τρόπο άσκησαν πειθαρχική δικαιοδοσία στη εκδικαζόμενη υπόθεση. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια έχουν δικαίωμα να καλούν οιονδήποτε κρίνουν ότι θα μπορούσε να συμβάλει στη διαλεύκανση της υποθέσεως.
5. Διαδικασία Πειθαρχικού Ελέγχου
1. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια συγκαλούνται με μέριμνα του προέδρου τους, κάθε φορά που υπάρχει υπόθεση προς εξέταση.
2. Η γνωστοποίηση της ενδεχόμενης πειθαρχικής παράβασης του υπαλλήλου γίνεται από τον προϊστάμενο του υπαλλήλου ή την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Τράπεζας, με έγγραφο προς τη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού. Ο επικεφαλής της Διεύθυνσης, έχει την αρμοδιότητα να διενεργήσει με τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα προκαταρκτική εξέταση, εφόσον κρίνει ότι απαιτείται, και εν συνεχεία να ζητήσει από το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, όταν πρόκειται για εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την κλήση σε έγγραφη απολογία και την θέση της υπόθεσης στο αρχείο, εφόσον διαπιστώνει ότι δεν συντρέχουν λόγοι κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας.
3. Μόλις παραπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αυτό αναλαμβάνει :
- Να διαπιστώσει (ή να ελέγξει, όταν κρίνει σε δεύτερο βαθμό), αν πράγματι συντρέχουν τα περιστατικά που δικαιολογούν την παραπομπή της υπόθεσης σε αυτό.
- Να διαπιστώσει (ή να ελέγξει, όταν κρίνει σε δεύτερο βαθμό), αν τα πραγματικά περιστατικά συνιστούν, πειθαρχικό παράπτωμα.
- Να ορίσει (ή να ελέγξει, όταν κρίνει σε δεύτερο βαθμό) τη σχέση του διαπιστωμένου πειθαρχικού παραπτώματος με την πειθαρχική ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και η οποία οφείλει σε κάθε περίπτωση να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του πειθαρχικού παραπτώματος.

4. Σε κάθε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσής του σε Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο εργαζόμενος ενημερώνεται για την πράξη για την οποία εγκαλείται και τα στοιχεία που την τεκμηριώνουν, τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από την συζήτηση της υπόθεσής του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει δικαίωμα να καλέσει τον εργαζόμενο να παραστεί στη σχετική συνεδρίαση, για να εκθέσει την άποψή του και τα περιστατικά που τον αφορούν προφορικά.
5. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται πάντοτε, μετά από υποχρεωτική κλήση του εγκαλούμενου σε έγγραφη απολογία. Στον εγκαλούμενο δίνεται εύλογη προθεσμία για να ετοιμάσει την απολογία του, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 ημερών και ούτε μεγαλύτερη των 10 ημερών.
Στην περίπτωση που δεν κληθεί ο εγκαλούμενος σε απολογία, καθίσταται άκυρη η πειθαρχική διαδικασία, εκτός αν αυτός συναινέσει εγγράφως στην διεξαγωγή της, οπότε η ακυρότητα καλύπτεται.
Η κλήση σε απολογία είναι έγγραφη και επιδίδεται με απόδειξη παραλαβής στον εγκαλούμενο. Σε περίπτωση που αγνοείται η διαμονή του ή αρνηθεί να παραλάβει την κλήση, αποστέλλεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση με συστημένη αλληλογραφία. Στην κλήση πρέπει να καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα. Σε κάθε περίπτωση, ο καλούμενος σε απολογία μπορεί να ζητήσει και πρόσθετη εύλογη προθεσμία για την υποβολή γραπτών στοιχείων.
Εκπρόθεσμη υποβολή της απολογίας του εγκαλούμενου εφόσον η κλήση του επιδόθηκε και τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προθεσμίες, δεν εμποδίζει την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
6. Η πειθαρχική ποινή καταχωρείται στα πρακτικά, που τηρούν τα Πειθαρχικά Συμβούλια και οφείλει να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η ποινή γνωστοποιείται γραπτά, από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, στον ενδιαφερόμενο και κοινοποιείται στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού.
Όλες οι πειθαρχικές ποινές όταν καταστούν τελεσίδικες καταχωρούνται στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου που τηρείται στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού.
7. Η έφεση ασκείται από τον τιμωρηθέντα εργαζόμενο προς το αμέσως ανώτερο πειθαρχικό όργανο μέσω της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, εντός προθεσμίας 5 ημερών από την κοινοποίηση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης.
Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, όταν κρίνει έφεση του ελεγχόμενου σε δεύτερο βαθμό, δεν μπορεί να επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή από αυτή που επέβαλε το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο.
8. Όταν κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας προκύπτουν στοιχεία που αποδεικνύουν είτε τη διάπραξη περισσοτέρων παραπτωμάτων από αυτά που απαρτίζουν το σχετικό Πειθαρχικό Φάκελο είτε την ύπαρξη συμμέτοχων που δεν παραπέμφθηκαν, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να διακόψει τη διαδικασία, προκειμένου να απολογηθεί επί των νέων στοιχείων, όποιος ελέγχεται γι’ αυτά.
Η προθεσμία για έφεση και η άσκηση της έφεσης στα πειθαρχικά συμβούλια όλων των βαθμών, αναστέλλει την εκτέλεση της επιβληθείσης ποινής μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης.
9. Οι συνέπειες των πειθαρχικών ποινών δύνανται να αίρονται με απόφαση του Επικεφαλής της Τράπεζας μετά από εισήγηση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και τα σχετικά έγγραφα αφαιρούνται από τον ατομικό φάκελο του εργαζομένου και εξαφανίζονται, εφόσον εκείνος που ελέγχθηκε πειθαρχικά επέδειξε ιδιαίτερη προσήλωση στα καθήκοντά του κατά τη διάρκεια τριών ετών από την τελεσιδικία της απόφασης, αλλά διατηρούνται στο αρχείο του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
10. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, εφόσον υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη, μέχρι και την ολοκλήρωση της τελευταίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: